- χαδιάρικος
- -η, -ο, Ν [χαδιάρης / χαϊδιάρης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαδιάρη («χαδιάρικο βλέμμα»)2. θωπευτικός, τρυφερός («μάς φέρνουν τη χαδιάρικη δροσιά τού Απρίλη», Παλαμ.)3. χαδιάρης («χαδιάρικο γατί»).επίρρ...χαδιάρικα Νμε χαδιάρικο τρόπο, θωπευτικά.
Dictionary of Greek. 2013.